- ισπανόφιλος
- η , ο [ος, ον] испанофильский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισπανόφιλος — η, ο αυτός που τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για την Ισπανία και τους Ισπανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + φιλος (< φίλος), πρβλ. αγγλό φιλος, ετεό φιλος] … Dictionary of Greek
ισπανόφιλος — η, ο φίλος των Ισπανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισπανοφιλία — η [ισπανόφιλος] η φιλία για τους Ισπανούς και την Ισπανία … Dictionary of Greek